- μπινές
- οκίναιδος και ιδίως ο προχωρημένης ηλικίας, που συνήθως αμείβει χρηματικώς τον εραστή του.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μπινεύω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπινές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), ο ομοφυλόφιλος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπινελίκι — το 1. η συμπεριφορά και το πάθος τού μπινέ 2. συνεκδ. οποιοδήποτε έντονο πάθος 3. στον πληθ. τα μπινελίκια α) εδέσματα που αρέσουν στους μπινέδες, ιδίως τα γλυκίσματα, τα ζαχαρωτά β) βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπινές + κατάλ. λίκι (πρβλ. καλαμπα λίκι … Dictionary of Greek
πουστόγερος — ο, Ν ο μπινές … Dictionary of Greek